Αρχαιολογικός θησαυρός – έκπληξη στην Καρδίτσα

ΜΕ ΑΣΗΜΙ ΚΑΙ ΠΗΛΟ

Ένα ασημένιο δαχτυλίδι Αρχαϊκής εποχής (7ος-6ος π.Χ. αιώνας), εύρημα σπάνιο, αιγυπτιακού στυλ, με παράσταση σκορπιού, πλήθος πήλινων ειδωλίων με γυναικείες μορφές και ίππους, θραύσματα κεραμικής και αγγεία, αλλά και ένας πολύ μεγάλος αριθμός από πηνία (κουβαρίστρες) και αγνύθες (υφαντικά βάρη), μαζί και οικιστικά κατάλοιπα με υπολείμματα τεσσάρων, μεγάλων αψιδωτών κτισμάτων, βρέθηκαν στον μεγαλύτερο οικισμό που έχει ανασκαφεί έως τώρα στη Θεσσαλία.

Οι εργασίες για την κατασκευή του νέου οδικού άξονα Ε-65 έφεραν στο φως έναν οικισμό της Αρχαϊκής και Κλασικής εποχής στη θέση Φίλια Καρδίτσας, στις βόρειες παρυφές της οποίας έχει εντοπιστεί το Πανθεσσαλικό Ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς.
Ο οικισμός έχει καταχωθεί -με απόφαση του ΚΑΣ-, αλλά τα κινητά ευρήματα έχουν καθαριστεί,
συντηρούνται και μελετώνται από τους αρχαιολόγους της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καρδίτσας.
Οι αρχαιολογικές έρευνες διεξήχθησαν σε μια έκταση περίπου 3,5 στρ. αποκαλύπτοντας σταδιακά τα λείψανα του αρχαίου οικισμού που ανήκαν σε πέντε τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις και χρονολογούνται από τον 7ο έως και τον 4ο αιώνα, καλύπτοντας την Αρχαϊκή και την Κλασική εποχή, ενώ μια τελευταία δραστηριότητα διαπιστώνεται κατά τους Υστερους Ρωμαϊκούς χρόνους (2ος-3ος μ.Χ. αιώνας).

Τα κτίσματα
Σε καλή κατάσταση σώζονταν τα υπολείμματα τεσσάρων αψιδωτών κτισμάτων, μεγάλων διαστάσεων, αλλά και υπαίθριοι χώροι καλυμμένοι με βότσαλα, καθώς και δρόμος στρωμένος με κροκάλες και χαλίκια.

Κάτοψη αψιδωτού κτιρίου στη θέση Φίλια Καρδίτσας

Εκείνο ωστόσο που εντυπωσιάζει είναι το πλήθος των κινητών ευρημάτων, μια πρώτη παρουσίαση των οποίων έκανε το Σάββατο ο αρχαιολόγος της ΕΦΑ Καρδίτσας, Χρήστος Καραγιαννόπουλος, στο 4ο Πανελλήνιο Εθνολογικό Συνέδριο, που έχει θέμα «Γη και αιώνες των κατοίκων της πεδινής Θεσσαλίας – Καραγκούνηδες» και πραγματοποιείται στη διάρκεια των εκδηλώσεων για το 4ο Καραγκούνικο Αντάμωμα, στη Νίκαια Λάρισας.
Μιλώντας στο «Εθνος», ο κ. Καραγιαννόπουλος δήλωσε ότι «ο οικισμός αυτός αποτελεί τον πρώτο και μεγαλύτερο σε έκταση αυτής της περιόδου, που έχει ανασκαφεί σε όλη τη Θεσσαλία και έρχεται να ρίξει φως σε μια σκοτεινή -μέχρι σήμερα-, αλλά πολλά υποσχόμενη για την έρευνα, περίοδο και να φωτίσει μια πτυχή της για την περιχή». Ιδιαίτερη αναφορά έγινε κατά την πρώτη παρουσίαση του ασημένιου δαχτυλιδιού, αιγυπτιακού τύπου, ανάλογο του οποίου έχει βρεθεί στη Σικελία. Δεν αποκλείεται το εύρημα να σχετίζεται με τη γονιμότητα και να έχει μια ιδιαίτερη σημειολογία, διακρίνεται ωστόσο καθαρά ένας σκορπιός στο πάνω μέρος του.
Ενδιαφέρον έχουν επίσης τα πήλινα αγγεία τα οποία παριστάνουν καθιστές γυναικείες μορφές και είδωλα ίππων με ή χωρίς αναβάτες.

Πήλινο γυναικείο ειδώλιο που βρέθηκε στον αρχαίο οικισμό

«Τα ευρήματα αυτά σε συνδυασμό με τις ενσφράγιστες κεραμίδες και τα υπολείμματα τοίχων, υποδεικνύουν ίσως τη θέση κάποιου κοινοτικού ιερού κοντά, οι χώροι του οποίου πρέπει να επεκτείνονταν πέρα από το ανατολικό όριο της ανασκαφής», μας λέει ο κ. Καραγιαννόπουλος.
Το μέγεθος των κτιρίων, ο τρόπος δόμησής του και η δεσπόζουσα θέση τους οδηγούν στη σκέψη ότι ίσως ήταν δημόσια κτίσματα, κάτι που υποδεικνύεται και από την εύρεση θραυσμάτων από ακροκέραμα, διακοσμημένα με ανάγλυφα ανθέμια και βλαστούς καλυμμένα με μαύρο και ιώδες επίχρισμα.

Ασημένιο δαχτυλίδι αιγυπτιακού τύπου αρχαϊκής εποχής, που αντίστοιχό του έχει ανακαλυφθεί στη Σικελία.Το εμπόριο με την Αίγυπτο άνθιζε ήδη από την Κρητομυκηναική εποχή 

Υφαντουργία
Ανάμεσα στα πολυάριθμα κινητά ευρήματα ξεχωρίζει ένα πλήθος από πηνία (κουβαρίστρες) και αγνύθες (υφαντικά βάρη αργαλειών), γεγονός που δείχνει ότι οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων ήταν η νηματουργία και η υφαντική.
Ενδιαφέρον έχουν επίσης τα δείγματα γραπτής κεραμικής, Πρώιμης Κορινθιακής περιόδου, αλλά και η μελαμβαφής και μελανόμορφη κεραμική, είτε εισηγμένη από την Αττική και την Κόρινθο, είτε ντόπιας μίμησης.
Αρκετά ήταν τα λυχνάρια που εντοπίστηκαν, τα πήλινα ειδώλια γυναικεία και ζωόμορφα, καθώς και συμποτικά αγγεία (κρατήρες, οινοχόες, κύπελλα), μερικά από τα οποία αποτελούν εισαγόμενα κεραμικά από φημισμένα κέντρα παραγωγής της εποχής, αρχικά της Κορίνθου και μετέπειτα της Αθήνας.
Τα τελευταία αποκαλύπτουν κάποιες από τις «πολυτελείς» συνήθειες των κατόχων τους, δηλαδή τα συμπόσια και -εν μέρει- τον χαρακτήρα και την κοινωνική τους θέση.

ΔΕΙΤΕ    ΕΠΙΣΗΣ   

Η Λατρεία της Ιτωνίας Αθηνάς στην Ηπειρωτική και Νησιωτική Ελλάδα, Μέσα από τα Ιερά της, τα Γραπτά Κείμενα και τους Μύθους

Αρχαίοι θησαυροί του Θεσσαλικού Ε65

Έξι νέες αρχαιολογικές θέσεις, με ταφές, κλιβάνους, εργαστήρια κεραμικής, λατομεία, οχυρωματικά έργα και πολλά κινητά ευρήματα, που ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια κατασκευής του Αυτοκινητοδρόμου Κεντρικής Ελλάδος (Ε65), προσθέτουν νέα γνώση στο παζλ της ιστορίας του θεσσαλικού χώρου, από την Εποχή του Χαλκού ως τα μεσοβυζαντινά χρόνια.

Τα πιο αντιπροσωπευτικά κινητά ευρήματα εκτίθενται αυτό το διάστημα στο «Κουρσούμ Τζαμί» των Τρικάλων.Η σημαντικότερη ίσως- απ΄ τις θέσεις που αποκαλύφθηκαν, ένα μεγάλο και καλά διατηρημένο βιοτεχνικό σύστημα πλινθο-κεραμοποιϊας, που βρέθηκε στην περιοχή της Καλαμπάκας
Τρικάλων, καταχώθηκε υποχρεωτικά για την προστασία του, λόγω διακοπής εργασιών στον αυτοκινητόδρομο στο ύψος του κόμβου Τρικάλων, και αναμένεται να ξαναβγεί στο φως και να αναδειχτεί εφόσον αποφασιστεί η συνέχιση του έργου μέχρι την Εγνατία Οδό.

Το βιοτεχνικό συγκρότημα, που χρονολογείται στα μεσοβυζαντινά χρόνια (14ο αιώνας μ.Χ.), αποκαλύφθηκε στο Καστράκι Καλαμπάκας, στη θέση «Τσίκαρης», που στην περιοχή είναι γνωστή ως «Κεραμαριά».

Κλίβανος στη θέση Τσίκαρης, Καλαμπάκα

Αποτελείται από πέντε κλιβάνους και μικρή εστία, και όπως λέει η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Τρικάλων, Κρυσταλλία Μαντζανά, «είναι το πιο αντιπροσωπευτικό και ολοκληρωμένο συγκρότημα πλινθο-κεραμοποιίας στον ευρύτερο θεσσαλικό χώρο, αφού μας δίνει πληροφορίες για όλα τα στάδια της παραγωγής πλίνθων και κεραμιδιών, από την εισαγωγή του πηλού μέχρι την εξαγωγή του τελικού προϊόντος».

Ψέλλια από τις λακκοειδείς ταφές στη θέση Κοκκινόβραχος στην Ανάβρα

Από τον χώρο περισυνελέγησαν μεταλλικά εγχειρίδια, πέταλα, καρφιά και κοσμήματα, καθώς και όστρακα εφυαλωμένης και αβαφούς χρηστικής κεραμικής, ενώ σε μικρή απόσταση εντοπίστηκαν κατάλοιπα νερόμυλου και ίχνη αγωγού νερού, στοιχείο απαραίτητο για την λειτουργία του κλιβάνου και την επεξεργασία της πρώτης ύλης (πηλού).

«Στην αρχική χάραξη του αυτοκινητοδρόμου, που συνδέει τη Λαμία με την Εγνατία Οδό στο ύψος των Γρεβενών, είχε προβλεφθεί στον χώρο αυτόν να γίνει Σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών και δίπλα θα διαμορφώναμε αρχαιολογικό πάρκο. Δυστυχώς, το έργο έγινε μόνο από την Ξυνιάδα Φθιώτιδας μέχρι τον κόμβο Τρικάλων και σταμάτησε. Με δική μας εισήγηση που πέρασε από το ΚΑΣ, αποφασίστηκε η προσωρινή κατάχωση των ευρημάτων», εξηγεί η κ.Μαντζανά.

Μέρος των ευρημάτων που εκτίθενται στο «Κουρσούμ Τζαμί»

Στην έκθεση στο «Κουρσούμ Τζαμί » , που θα διαρκέσει ως το τέλος Ιουλίου, φιλοξενούνται ευρήματα από τη συγκεκριμένη ανασκαφή και από τις άλλες πέντε αρχαιολογικές θέσεις που ήρθαν στο φως στο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου που περνά από τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσας.

Η Βυζαντινή αρχιτεκτονική του τεμένους

Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Τρικάλων γνωστοποιεί στο ευρύ κοινό, ότι στο χώρο του «Κουρσούμ Τζαμί» φιλοξενείται η παρουσίαση αρχαιολογικών ευρημάτων, που αποκαλύφθηκαν στο πλαίσιο εκτέλεσης αρχαιολογικών εργασιών κατά την υλοποίηση του έργου: «Αυτοκινητόδρομος  Κεντρικής Ελλάδος Ε65». Η παρουσίαση σκοπό έχει να προβάλλει και κατ’ επέκταση να γνωστοποιήσει, πως, μέσα από ένα τόσο μεγάλο οδικό έργο, όπως ο «Αυτοκινητόδρομος Κεντρικής Ελλάδας Ε65», ήρθαν στο φώς σπάνιοι αρχαιολογικοί χώροι και πλούσιο αρχαιολογικό υλικό.
Η λειτουργία της έκθεσης θα παραταθεί έως 31 Ιουλίου 2016 και θα συνεχίσει να λειτουργεί καθημερινά από 9.00 π.μ. έως 16.00 μ.μ. με ελεύθερη είσοδο.

• Στη θέση «Κοκκινόβραχος του οικισμού Ανάβρας Καρδίτσας, εντοπίστηκε νεκροταφείο των μεσοβυζαντινών χρόνων με 78 λακκοειδείς ταφές. Παρά την άσχημη κατάστασή τους, οι σκελετοί ήταν σε ύπτια θέση με τα χέρια στο ύψος του στήθους. Συλλέχθηκαν χάλκινα και σιδερένια κτερίσματα (δακτυλίδια, ενώτια, ψέλλια, περίαπτα κ.ά.), που συνόδευαν τις γυναικείες ταφές.

• Στην Κρηνίτσα Τρικάλων, στη θέση «Ντρογκάρι», ήρθαν στο φως κατάλοιπα (δόμοι) λατομικής περιοχής, που στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Σύμφωνα με την κ.Μαντζανά, η θέση δεν μπορεί να χρονολογηθεί λόγω της απουσίας αρχαιολογικών ευρημάτων. Ωστόσο η σημασία της είναι μεγάλη, καθώς αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο δείγμα εξόρυξης λίθων στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας.

• Στον Παλαιόπυργο Τρικάλων, όπου από παλαιότερες έρευνες είχε εντοπιστεί θέση της πρώιμης και μέσης εποχής του Χαλκού, η συνεχιζόμενη ανασκαφική έρευνα αποκαλύπτει ταφές, άφθονη κεραμική, καθώς και λίθινα εργαλεία, τα οποία αποδεικνύουν ότι πρόκειται για θέση με ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, από τις πλέον σπάνιες που εντοπίστηκαν στην περιοχή των Τρικάλων. Και εδώ, όμως, η έρευνα «πάγωσε», μαζί με την κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου

• Στη θέση «Αγία Τριάδα» της Ανάβρας Καρδίτσας, βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα τοιχοποιίας, που διέρχονται κάθετα του άξονα Ε65. Πιθανόν πρόκειται για τμήμα οχυρωματικού περιβόλου ή τμήμα τοιχοποιίας μεγάλου οικοδομήματος. Από το εσωτερικό της δοκιμαστικής τομής συγκεντρώθηκαν πλήθος αβαφών χονδροειδών και λεπτών οστράκων, καθώς και όστρακα με εφυάλωση που έφεραν εγχάρακτη φυτική και γεωμετρική διακόσμηση. Εκτιμάται πως η θέση κατοικήθηκε από τα βυζαντινά ως τα μεσοβυζαντινά χρόνια.

Δόμοι Λατομικής περιοχής στη θέση Ντρογκάρι στην Κρηνίτσα Τρικάλων

• Στη θέση «Περικεντέδια» της Ανάβρας Καρδίτσας βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, πιθανότατα τμήματα τοιχοποιίας μεγάλου οικοδομήματος. Εντοπίστηκαν τμήματα πήλινων πλακών που φέρουν δακτυλικά αποτυπώματα και γεωμετρικά θέματα που πιθανότατα αποτελούσαν τη σφραγίδα του κεραμοποιείου.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΓΝΑΤΙΑΔΗΣ-www.ethnos.gr/

Σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη κατά τη διάρκεια της διάνοιξης της Ν.Ε.Ο. Λαρίσης-Τρικάλων

Κατά τα έτη 1996-1997, κατά τις εργασίες διάνοιξης της «νέας εθνικής Οδού Λαρίσης-Τρικάλων», στο 30ο χιλιόμετρο, στο ύψος του χωριού Ζάρκος και συγκεκριμένα στη θέση «Αγιος Νικόλαος ο Φονιάς», διενεργήθηκε από την τότε 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ανασκαφική έρευνα.

Στη βόρεια πλευρά του δρόμου, ΝΑ της τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής που ανέσκαψε το 1972 ο καθηγητής Νικόλαος Νικονάνος, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως την ύπαρξη ενός εκτεταμένου νεκροταφείου. Συνολικά εντοπίστηκαν 120 ταφές, μία κόγχη (άλλη από εκείνη της βασιλικής, που πιθανότατα ανήκε σε παρεκκλήσι), δύο αγωγοί ύδρευσης, ένας κεραμικός κλίβανος, τοιχία (που πιθανότατα ανήκαν σε
προσκτίσματα του παρακείμενου ναού), αγροικίες, πλούσια κεραμική, αντικείμενα μικροτεχνίας, αλλά και πλήθος νομισμάτων που μπορούν να τοποθετηθούν στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια.

 Κεραμικό πλακίδιο με ενσφράγιστη διακόσμηση από τη Βασιλική Β της Οβριάσας Πλατάνου, πρωτοβυζαντινή περίοδος.

Η συνολική έκταση της ανασκαφής υπερέβη το ένα στρέμμα, ενώ το βάθος στο οποίο έφτασε κυμαίνεται από -0.50μ. έως τα -2.00μ. Πρόκειται για στοιχεία εργασίας των αρχαιολόγων Χρήστου Αποστόλου και Αγγελικής Σιδέρη, και η ανακοίνωση έγινε στο 10ο Συμπόσιο Τρικαλινών Σπουδών, ενώ περιλαμβάνεται και στον 34ο τόμο του περιοδικού «Τρικαλινά».

Λυχνάρι από το Ζάρκο Τρικάλων, 5ος αιώνας μ.Χ.

Το χωριό Ζάρκος βρίσκεται δύο περίπου χιλιόμετρα βόρεια της εθνικής οδού, Τρικάλων-Λάρισας και υπάγεται στην επαρχία Τρικάλων (δήμο Φαρκαδόνας). Είναι κτισμένο στις παρυφές του λόφου που κατά την αρχαιότητα αποτελούσε την ακρόπολη της αρχαίας πόλης Φαϋττού. Στο αντέρεισμα του βουνού Κούτρα που κατέρχεται προς την εθνική οδό, ανατολικά του ανασκαφέντος νεκροταφείου σώζεται αρχαίο φρούριο.

Ως προς τα ευρήματα της ανασκαφής, σύμφωνα με τον κ. Αποστόλου, συνολικά βρέθηκαν 120 ταφές σε βάθη που ποικίλλουν από -0.50μ. έως -0.90μ. Οι περισσότερες από αυτές ανήκαν σε ενήλικα άτομα (άνδρες και γυναίκες), ενώ δεν έλειπαν και οι παιδικές.

Ο μεγαλύτερος αριθμός τάφων εντοπίστηκε εκτός της βασιλικής, στα νοτιοανατολικά του χώρου. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, τέσσερις ακόμα τάφοι βρέθηκαν στο κεντρικό κλίτος του ναού, οκτώ στα νοτιοδυτικά έξω από τον νάρθηκα, τρεις κοντά στη νότια κόγχη, δύο σε επαφή με τοιχίο στα δυτικά, ενώ άλλος ένας βρέθηκε νότια, κοντά στον κεραμικό κλίβανο.

Ως προς τη τυπολογία τους οι τάφοι στο Ζάρκο διακρίνονται σε

Α) Λακκοειδείς. Δηλαδή απλά, τετράπλευρα σχεδόν ορθογώνια ορύγματα (λάκκοι) σκαμένα στο χώμα.
Β) Λακκοειδείς που έχουν μια υποτυπώδη οριοθέτηση
Γ) Κτιστούς τάφους δηλαδή ορθογώνιο όρυγμα περισσότερο επιμελημένο καθώς τα τοιχώματά του φέρουν λίθινη επένδυση
Δ) Κιβωτιόσχημους ορθογώνιους δηλαδή λάκκους που φέρουν περιμετρικά και στο δάπεδο εσωτερική επένδυση από λίθινες ή πλίθινες πλάκες.

Ως προς την κάλυψή τους οι τάφοι στο Ζάρκο παρουσιάζουν μια ευρεία ποικιλία. Εχουν χρησιμοποιηθεί λίθοι μικρού και μεγάλου μεγέθους ώστε να κλείνονται τα τυχόν κενά που δημιουργούνται τεμάχια κεραμιδιών ή ολόκληρες κεραμίδες (κεραμωτοί τάφοι ).

Οι διαφορετικοί τύποι των τάφων φαίνεται, διευκρινίζεται στην εργασία, ότι χρησιμοποιούνταν παράλληλα. Η επιλογή του ταφικού τύπου υπαγορευόταν από τις κατά τόπους ιδιομορφίες του χώρου (σκληρότητα του εδάφους), τη διαθεσιμότητα ή μη δομικών υλικών, αλλά και άλλους παράγοντες, όπως το ύψος του νεκρού και ο βαθμός πολυτέλειας που απαιτούσε το κοινωνικό του κύρος.

Οι ταφές στο Ζάρκο, προστίθεται, τηρούν τον προσανατολισμό Δύση-Ανατολή σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα, ενώ ο τρόπος απόθεσης νεκρού ακολουθεί -όπως και σήμερα- την ύπτια εκτεταμένη στάση με τα χέρια λυγισμένα στο ύψος του θώρακα. Μοναδική εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί ο σκελετός που βρέθηκε στον τάφο νοτιοδυτικά της κόγχης, ακριβώς στη γένεση του πετάλου. Πρόκειται για έναν λακκοειδή τάφο που εντοπίστηκε σε βάθος -1.40 μ. με διαστάσεις 0.90χ 0.56 μ. Εντός του αποκαλύφθηκε σκελετός σε καθιστή θέση -οκλάδον νεκρός- δηλαδή με σταυρωμένα τα πόδια, όπου το αριστερό κάτω άκρο κάλυπτε το δεξί και τα χέρια σταυρωμένα εμπρός.

Η στάση αυτή ενταφιασμού, εξηγείται, από τον κ. Αποστόλου, δεν πρέπει να μας ξενίζει, καθώς παρά το γεγονός ότι απαντάται σπάνια, δεν αποτελεί άπαξ. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρχε η συνήθεια τα σημαίνοντα πρόσωπα, όπως για παράδειγμα Επίσκοποι και Πατριάρχες να ενταφιάζονται σε θέση καθιστή ως ένδειξη σεβασμού προς το σχήμα τους.

Στη πλειονότητά τους οι τάφοι στο Ζάρκο είναι ατομικοί. Φιλοξενούν δηλαδή, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, ένα άτομο ανά ταφή. Όπως ωστόσο έδειξαν τα ευρήματα, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις όπου ένας τάφος προοριζόταν για περισσότερους του ενός νεκρούς. Ομαδική ταφή εντοπίστηκε στο κεντρικό κλίτος της βασιλικής, κάτω ακριβώς από το στρώμα καταστροφής που ενδεχομένως δημιούργησε η πτώση της στέγης. Στο εσωτερικό του τάφου βρέθηκαν οστά προερχόμενα από δυο νεκρούς, όμως η διατάραξη της στρωματογραφίας στο σημείο δυσχέρανε την εξακρίβωση της ακριβούς τους στάσης. Δίδυμες ταφές εντοπίστηκαν και σε άλλους δύο τάφους στον εξωτερικό χώρο, νοτίως του ναού. Σ’ αυτήν την περίπτωση οι δυο σκελετοί βρέθηκαν αποτεθειμένοι ο ένας επάνω στον άλλο.

Συμπερασματικά, επισημαίνεται από τους αρχαιολόγους, η ανασκαφή στο Ζάρκο έχει δώσει πλούσια ευρήματα ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται πήλινα αντικείμενα, όπως κανάτια, λίχνοι, πιθάρια, μεταλλικά, όπως χάλκινα δακτυλίδια, ενώτια, ψέλλια, εξαρτήματα ένδυσης, περίαπτα, καθώς και μεγάλος αριθμός αργυρών και χάλκινων νομισμάτων τα περισσότερα από τα οποία χρονολογούνται στον 11ο αιώνα.

Τα ευρήματα που προέκυψαν από την ανασκαφή στο Ζάρκο, συγκροτούν ένα μοναδικό σωζόμενο αρχαιολογικό σύνολο. Διαφωτίζουν την ιστορία και την οικονομία της περιοχής κατά τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, ενισχύουν με νέα δεδομένα τα όσα μέχρι σήμερα γνωρίζαμε -τα οποία δυστυχώς παραμένουν ακόμα λιγοστά- και, τελικά βοηθούν κομμάτι-κομμάτι στη συμπλήρωση της εικόνας που έχουμε για την περιοχή, καταλήγουν οι αρχαιολόγοι στην ενδιαφέρουσα εργασία τους.

Για τα ευρήματα 3.500 χρόνων σε τάφους που ήρθαν στο φως στην περιοχή της αρχαίας Αλου

Σπάνιο εύρημα χαρακτηρίζονται από τους αρχαιολόγους τα προϊστορικά όπλα που βρέθηκαν το 2012 στο νεκροταφείο της Βουλοκαλύβας, στην περιοχή της αρχαίας Άλου και χρονολογούνται στα τέλη της Μέσης Εποχής Χαλκού και κυρίως στις αρχές της Ύστερης Εποχής Χαλκού, τον 16ο -15ο αιώνα πΧ.

Τα συγκεκριμένα ευρήματα είναι εξαιρετικά σημαντικά, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα τα παραδείγματα τάφων με χάλκινα όπλα στην περιοχή της Θεσσαλίας, παρότι την συγκεκριμένη περίοδο υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ταφών με ανάλογα κτερίσματα από τον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο, γνωστοί και ως «τάφοι πολεμιστών».

Ο συγκεκριμένος τάφος, ο οποίος ήταν πλούσια κτερισμένος,
εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ταφικό σύνολο και βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τους υπόλοιπους, γεγονός που μαρτυρά υψηλότερο κοινωνικό στάτους, σε σχέση με τους υπόλοιπους νεκρούς.

 Τα παραπάνω ευρήματα παρουσιάστηκαν, σημειωτέον, στο πλαίσιο του 4ου  Αρχαιολογικού Έργου Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας από τους αρχαιολόγους Φωτεινή Τσιούκα και Δημήτρη Αγνουσιώτη, οι οποίοι παρουσίασαν παράλληλα πλούσιο φωτογραφικό υλικό το 2012.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασαν οι δύο αρχαιολόγοι, ο συγκεκριμένος τάφος περιείχε τρείς ταφές, στις οποίες αποδίδονται ως κτερίσματα τέσσερα χάλκινα όπλα. Δύο ξιφίδια, ένα μαχαίρι κι ένα μαχαιρίδιο.
Το ένα μαχαίρι, ειδικότερα,  βρέθηκε λυγισμένο και σπασμένο σε δύο τμήματα, γεγονός που μαρτυρά κάποιο ιδιαίτερο ταφικό έθιμο ενδεχομένως.

«Η ύπαρξη των χάλκινων όπλων σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό αγγείων που περιείχε ο συγκεκριμένος τάφος, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και το μοναδικό διακοσμημένο αγγείο της συγκεκριμένης περιόδου, όπως και η εύρεση τμήματος κτιστής κατασκευής ακριβώς δίπλα, που ίσως ερμηνεύεται ως πιθανή απόπειρα οριοθέτησής του, τοποθετούν το συγκεκριμένο τάφο σε εξέχουσα θέση μέσα στο νεκροταφείο» επισημαίνουν οι δύο αρχαιολόγοι.

  Τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία που έχουν προκύψει, ήρθαν στο φως στο πλαίσιο της σωστικής ανασκαφής που πραγματοποιήθηκε από την ΙΓ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων στην θέση «Βουλοκαλύβα», στην περιοχή βόρεια της αρχαίας Άλου, με αφορμή την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου της ΠΑΘΕ.

Οι 141 συνολικά τάφοι που ανασκάφηκαν στην συγκεκριμένη θέση,  αποτελούν τμήμα ενός εκτεταμένου νεκροταφείου, τα όρια του οποίου δεν έχουν διασαφηνιστεί ακόμη. Από τους συγκεκριμένους τάφους, οι μισοί ήταν σχεδόν ακτέριστοι, ενώ πολλοί από τους κτερισμένους χρονολογήθηκαν στην Πρωτογεωμετρική και στην Ελληνιστική περίοδο.

   Πολύ σημαντικά ευρήματα   

 Η μελέτη των δύο αρχαιολόγων, επικεντρώνεται σε 20 τάφους, κιβωτιόσχημους στην πλειοψηφία τους, οι οποίοι περιελάμβαναν ενταφιασμούς νεκρών, ενηλίκων και παιδιών, σε συνεσταλμένη στάση, δηλαδή με τα γόνατα λυγισμένα στο ύψος του στέρνου.

Ορισμένοι περιείχαν μία ταφή και κάποιοι άλλοι περισσότερες, γεγονός που μαρτυρά συγγενικούς δεσμούς μεταξύ των νεκρών.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται ανακομιδή των οστών, τα οποία τοποθετούνται σε λάκκους εξωτερικά των τάφων. Έντονα είναι επίσης τα στοιχεία που δείχνουν μεταταφικές τελετουργίες, γεγονός που ενισχύεται από την παρουσία αγγείων πόσης εξωτερικά των τάφων, υποδηλώνοντας προσφορές προς τους νεκρούς. Όλοι οι τάφοι περιείχαν, σημειωτέον, κτερίσματα, αγγεία, κοσμήματα, όπλα και αντικείμενα υφαντουργίας, ανοίγοντας ευρύ πεδίο διερεύνησης στους αρχαιολόγους.

 Χαρακτηριστικό στοιχείο των παραπάνω τάφων είναι παράλληλα ο μεγάλος αριθμός των χάλκινων κοσμημάτων αλλά και των αγγείων που έχουν βρεθεί. Οι δώδεκα από τους είκοσι τάφους περιείχαν, συγκεκριμένα, κοσμήματα, ενώ οι τρεις παιδικοί τάφοι που βρέθηκαν, δεν περιείχαν, αντίστοιχα, αγγεία.

Τα πολυάριθμα χάλκινα κοσμήματα που έχουν βρεθεί, περιελάμβαναν κατά κύριο λόγο ενώτια (σκουλαρίκια), σφηκωτήρες, ειδικά ελάσματα που τοποθετούνταν ως διακοσμητικά στα μαλλιά, καθώς και περιδέραια. Εντύπωση προκάλεσε μάλιστα στους αρχαιολόγους η ανακάλυψη τάφου, ο οποίος περιείχε τα σκελετικά κατάλοιπα ενηλίκου, κτερισμένου με δώδεκα σκουλαρίκια και ένα περιδέραιο από χάλκινες και γυάλινες χάνδρες.

 Άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι, εξάλλου, η μπλε γυάλινη χάνδρα που βρέθηκε σε τάφο και σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης έχει ως τόπο προέλευσης την Μεσοποταμία, σε μια περίοδο κατά την οποία το γυαλί που υπάρχει στον Ελλαδικό χώρο, προέρχεται κυρίως από την Αίγυπτο.

 Σε ότι αφορά στα πολυάριθμα, όπως προαναφέρθηκε, αγγεία, που έχουν βρεθεί, σαράντα περίπου στο σύνολό τους, είναι ως επί το πλείστον χειροποίητα, δημιουργίες, πιθανότατα, τοπικού εργαστηρίου. Υπάρχουν, παράλληλα και ορισμένα διακοσμημένα (δεν υπάρχουν παραστάσεις, υπάρχουν διακοσμητικά μοτίβα της πρώιμης μυκηναϊκής τεχνοτροπίας), τα οποία είναι πιθανόν εισαγόμενα, ενώ ένα κεραμικό αλάβαστρο εξαιρετικής αισθητικής, το οποίο περιείχε πιθανότατα αρώματα και έλαια, κοσμεί τις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου.

Μέρος του υλικού που έχει βρεθεί έχει συντηρηθεί, ενώ στόχος των αρχαιολόγων είναι η διεξαγωγή οστεολογικών εξετάσεων προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το φύλο και την ηλικία των νεκρών.

 


   Επιμελημένες ταφές    

 Τα δεδομένα που έχουν προκύψει προσθέτουν σημαντικές πληροφορίες στο παζλ της αρχαιολογικής γνώσης και είναι άξια αναφοράς η επισήμανση ότι η θέση του νεκροταφείου της Βουλοκαλύβας εκτός οικισμού, στην πλαγιά ενός βραχώδους υψώματος, υποδηλώνει μια έκφραση ελέγχου του χώρου μέσω της ταφικής οριοθέτησης. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι δημιουργείται ένας τελετουργικός χώρος, όπου το πλήθος των κτερισμάτων υποδηλώνει μια μορφή κοινωνικού ανταγωνισμού, κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Ο μεγάλος αριθμός μεταλλικών αντικειμένων στο νεκροταφείο της Βουλοκαλύβας υποδηλώνει την παρουσία κοινωνικών ομάδων, οι οποίες όχι μόνο τα είχαν στην κατοχή τους, αλλά συμμετείχαν παράλληλα σε διαδικασίες προμήθειας πρώτων υλών, παραγωγής, εμπορίου, και ανακατανομής πολύτιμων αντικειμένων, στοιχεία που δείχνουν προσπάθεια ενδυνάμωσης του κοινωνικού τους ρόλου.
 Τα επιμέρους χαρακτηριστικά των τάφων, απηχούν αναμφίβολα τον τρόπο με τον οποίο ήταν δομημένη η κοινωνία στην συγκεκριμένη περιοχή, κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι η περαιτέρω διερεύνηση του πολύτιμου υλικού που έχει βρεθεί, θα δώσει ακόμη σημαντικότερες πληροφορίες για την κοινωνική οργάνωση και την διαμόρφωσή της, πριν από 3.500 χρόνια. Σύμφωνα μάλιστα με την επισήμανση της κ. Τσιούκα και του κ. Αγνουσιώτη «οι πληροφορίες που αντλούνται από τα ταφικά κατάλοιπα, όπως η χωροθέτηση του νεκροταφείου, η ταφική αρχιτεκτονική, τα ανθρωπολογικά στοιχεία, τα κτερίσματα και οι ταφικές πρακτικές, αποτελούν το αποτέλεσμα πράξεων και επιλογών ατόμων και κοινωνικών ομάδων, με σκοπό να δημιουργήσουν ή να αναπροσδιορίσουν την ατομική ή την κοινωνική ταυτότητα».

 ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Νέα ευρήματα στην ανασκαφή τού κάστρου Βελίκας

Ως σημαντικό μνημείο, θρησκευτικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής αναδεικνύουν την εκκλησία του κάστρου Βελίκας, 
Δήμου Αγιάς, τα ευρήματα και της πέμπτης ανασκαφικής περιόδου, που διεξήχθη φέτος, στο πλαίσιο του πενταετούς ερευνητικού προγράμματος το οποίο εγκρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού μεταξύ της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας – Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. 

Ολοκληρώθηκε η έρευνα της εκκλησίας, που είναι μια τρίκλιτη βασιλική του 6ου αιώνα και συνεχίστηκε η αποκάλυψη στα κτίρια του άμεσου περιβάλλοντος χώρου της. Τα έξοδα της πανεπιστημιακής αποστολής κάλυψε ο Δήμος Αγιάς, ενώ την ευθύνη του προγράμματος είχαν ο καθηγητής Αρχαιολογίας κ. Γιάννης Βαραλής και η αρχαιολόγος κυρία Σταυρούλα Σδρόλια.

Σημαντικά αποτελέσματα προέκυψαν στη λεγόμενη «οικία του ιερέα» στη νότια πλευρά, όπου είχε βρεθεί πέρυσι ποτήριο Θείας Κοινωνίας και φιαλίδιο μύρου. Φέτος, εκτός της άφθονης κεραμικής του 6ου αι. μ.Χ., βρέθηκε χάλκινος μικρός δίσκος, υαλόλιθος, του χαρακτηριστικού τύπου για διακόσμηση πολυτελών κιβωτιδίων και αρκετά Ιουστινιάνεια νομίσματα κοπής Θεσσαλονίκης, που πιστοποιούν ότι το κάστρο ανήκε στη σφαίρα επιρροής της Θεσσαλονίκης, από την οποία εξαρτώνταν και η φρουρά.

Επίσης, αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά τα βόρεια προσκτίσματα του ναού, που καταλαμβάνουν όλο το μήκος εξωτερικά του βορείου κλίτους και ο ρόλος τους τελεί υπό έρευνα.
Τα κινητά ευρήματα, όπως και των άλλων ανασκαμμένων κτιρίων του κάστρου, που πρόσφατα αναδείχθηκαν μέσω του ΕΣΠΑ, πιστοποιούν για πρώτη φορά τις εμπορικές σχέσεις της περιοχής με πολλά κέντρα του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Στις σχέσεις αυτές κεντρικό ρόλο διαδραμάτιζε η διακίνηση ελαιολάδου, που έφθανε μέχρι τα σύνορα του Δούναβη για την τροφοδοσία του στρατού.

Μετακίνηση εγκαταστάσεων οικισμού 3700 ετών

Καινοτόμα παρέμβαση πραγματοποιήθηκε, για πρώτη φορά για τα δεδομένα της Θεσσαλίας, σε σημαντικό οικιστικό σύνολο 3.700 χρόνων, της μέσης εποχής χαλκού, (1.700 π.Χ), που αποκαλύφθηκε στην περιοχή της Κάρλας, το οποίο αποσπάστηκε από το έδαφος, μεταφέρθηκε σταδιακά, με σύγχρονα μέσα και αποτέθηκε σε παρακείμενο χώρο. Για πρώτη φορά επιχειρείται, στην περιοχή μας, η μεταφορά ενός τόσο μεγάλου ευρήματος, το οποίο καταλαμβάνει, σημειωτέον, έκταση 280 τμ περίπου. 

Πολύ σημαντικό προϊστορικό μνημείο αποτελεί το εν λόγω οικιστικό σύνολο, που εντοπίστηκε και ερευνήθηκε στη θέση
«Τσιγγενίνα» κατά μήκος του Συλλεκτήρα 6 και με απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου αποσπάστηκε τμηματικά από την θέση του, προκειμένου να μεταφερθεί σε παρακείμενο χώρο, λίγα μέτρα ανατολικότερα των αρχαιοτήτων που έχουν εντοπιστεί.

Η παρέμβαση αυτή γίνεται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας, προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο «Κατασκευή υπολειπόμενων εργασιών έργου επαναδημιουργίας λίμνης Κάρλας, Α’ Φάση» με την ολοκλήρωση της κατασκευής του Συλλεκτήρα 6 που ανήκει στην Π.Ε. Μαγνησίας και θα μεταφέρει ύδατα από τους ορεινούς όγκους της περιοχής.
Οι εργασίες, μετά τη διενέργεια πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού και την ανάδειξη της αναδόχου εταιρείας, η οποία έχει σημαντική εμπειρία σε τέτοιου είδους εργασίες, ξεκίνησαν στις αρχές του Μαΐου και αναμένεται να ολοκληρωθούν εντός του Ιουνίου.

Για την απόσπαση των παραπάνω κτιρίων προηγήθηκε περιμετρική εκσκαφή γύρω από τους τοίχους και κατασκευή νάρθηκα απόσπασης, ο οποίος είναι μεταλλικός και καλύφθηκε από σκυρόδεμα, προκειμένου να διασφαλιστεί η άρτια μεταφορά των αρχαίων κτιρίων. Η τοιχοποιία διαχωρίστηκε σε τμήματα, όσο το δυνατό μεγαλύτερα, έτσι ώστε αφενός να είναι δυνατή και ασφαλής η απόσπασή τους, αφετέρου να προκληθούν οι λιγότερες δυνατές τομές. Οι τομές πραγματοποιήθηκαν με αδιατάρακτη κοπή έτσι ώστε να μην διακρίνονται κατά την επανατοποθέτηση των αρχαίων κτιρίων στον παρακείμενο χώρο.

Η απόσπαση από το έδαφος έγινε κατά περίπτωση με υδραυλικούς γρύλους, ενώ η ανύψωση από κατάλληλο ανυψωτικό μηχάνημα. Στη θέση όπου εναποτέθηκαν τα κτίρια, προηγήθηκε εκσκαφή κατάλληλων διαστάσεων, μέσα στην οποία θα τοποθετηθεί το εύρημα. Το βάθος εκσκαφής ήταν τέτοιο, ώστε αφενός να καλύπτεται ο νάρθηκας απόσπασης και αφετέρου να αναδεικνύεται το εύρημα.

Θα ακολουθήσουν εργασίες ανάδειξης των μνημείων, οι οποίες περιλαμβάνουν διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και της πρόσβασης, περίφραξη, αντιπλημμυρική προστασία και στέγαση των κτιρίων, καθώς και τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων.
Στόχος των παραπάνω εργασιών είναι να παραμείνουν επισκέψιμα και ορατά τα μνημεία, που θεωρούνται, και είναι, πάρα πολύ σημαντικά, από κάθε άποψη.
Επιβλέπουσα αρχαιολόγος από πλευράς της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας ήταν η Καλλιόπη Αλματζή και τον τελευταίο μήνα ο Δημήτρης Αγνουσιώτης.

 Το έργο

Οι εργασίες για το έργο «Επαναδημιουργία λίμνης Κάρλας» άρχισαν την άνοιξη του 2000. Το έργο είχε ως αντικείμενό του την αντιπλημμυρική προστασία της περιοχής σε συνδυασμό με τη Σήραγγα του Παγασητικού, ενώ συγχρόνως θα εξυπηρετούσε και τις αρδευτικές και υδρευτικές ανάγκες των οικισμών και αγροτικών εκτάσεων της ευρύτερης περιοχής της λίμνης Κάρλας. Προέβλεπε την κατασκευή Ταμιευτήρα 42.000 στρεμμάτων στο Ν.Α. τμήμα της πεδιάδας με την κατασκευή Αναχωμάτων, όπου εκβάλλουν οι Συλλεκτήρες των υδάτινων όγκων, που προέρχονται από τις Π.Ε. Μαγνησίας και Λάρισας, όπως και από το φράγμα του Αχελώου.

Στην περιοχή αρμοδιότητας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας προβλεπόταν η κατασκευή τριών Συλλεκτήρων. Σε έναν από αυτούς, το Συλλεκτήρα 6, και συγκεκριμένα στη θέση «Τσιγγενίνα», κατά τη διάρκεια των εκσκαφών για την κατασκευή του, αποκαλύφθηκε ένας σημαντικός οικισμός της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Δύο από αυτά τα κτίρια, τα οποία χαρακτηρίστηκαν με τις κωδικές ονομασίες Ζ-Θ από τους αρχαιολόγους, με την προσθήκη ενός ορθογώνιου περιβόλου δημιούργησαν ένα εντυπωσιακό κτιριακό σύνολο, το οποίο χρονολογήθηκε στην μετάβαση από τη Μέση στην Υστερη Εποχή του Χαλκού.

Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε από το 2001 έως το 2006, με επικεφαλής τη Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη, νυν διευθύντρια επί τιμή του Υπουργείου Πολιτισμού. Το 2008 μελετήθηκε το υλικό των κτιρίων Ζ-Θ από το Δημήτρη Αγνουσιώτη στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών του ΙΑΚΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ενώ το σύνολο παρουσιάστηκε στο 3ο συνέδριο για το Αρχαιολογικό Εργο Θεσσαλίας Στερεάς Ελλάδας Εύβοιας.

Για την ολοκλήρωση της κατασκευής του Συλλεκτήρα 6 έγινε τροποποίηση της αρχικής μελέτης, διότι κατά μήκος του αποκαλύφθηκαν οι παραπάνω σημαντικές αρχαιότητες, ορισμένες από τις οποίες αποφασίστηκε να καταχωθούν και κάποιες άλλες να εξαιρεθούν του έργου, προκειμένου να διατηρηθούν ως ορατά και επισκέψιμα μνημεία. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού εγκρίθηκε η διατήρηση με απόσπαση των κτιρίων Ζ και Θ του μεσοελλαδικού οικισμού στη θέση «Τσιγγενίνα» και ειδικότερα η εκτέλεση εργασιών απόσπασης, μεταφοράς και απόθεσης σε παρακείμενο χώρο, σύμφωνα με την αρχική τους διάταξη. Ο χώρος απόθεσης θα διαμορφωθεί κατάλληλα, ώστε μετά την απόθεση των τοιχίων, αυτά να εμφανίζουν εικόνα όμοια με την αρχική.

Σημαντικά ευρήματα

Το οικιστικό σύνολο που εντοπίστηκε σε βάθος 3 περίπου μέτρων, χρονολογείται στα 1.700-1.600 π.Χ., ανήκει στη Μέση Εποχή του Χαλκού – αρχές της ύστερης και είναι ένα πολύ ιδιαίτερο εύρημα, διότι είναι ουσιαστικά ένα σύμπλεγμα δύο κτιρίων.
Το ένα από τα δύο κτίρια εγκαταλείφθηκε σταδιακά, χρησιμοποιήθηκε ως αποθηκευτικός χώρος και το δεύτερο αποτέλεσε την κύρια κατοικία των ενοίκων, οι οποίοι ασχολούνταν με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες, πριν από 3.700 χρόνια περίπου.

Εντός των ευρύχωρων κτιρίων βρέθηκαν εστίες φωτιάς, πολλά αγγεία και μαγειρικά σκεύη, ενώ στο δωμάτιο που αποτελούσε το βασικό χώρο διαμονής των ενοίκων του οικιστικού συνόλου, βρέθηκαν αγγεία πόσης, πολλά κατά μήκος της βόρειας πλευράς, όπου πιθανότατα υπήρχε ένα ράφι που κατέρρευσε μετά την εγκατάλειψη του κτιρίου. Χύτρες και αγγεία που χρησίμευαν στην προετοιμασία και το μαγείρεμα της τροφής, εντοπίστηκαν κοντά στην εστία, ενώ βρέθηκαν παράλληλα και αρκετά αγγεία αποθήκευσης, όπως αμφορείς, υδρίες και δύο μεγάλα πιθάρια, τοποθετημένα δίπλα στους τοίχους του δωματίου. Επίσης βρέθηκε σχεδόν ακέραιο οξυπύθμενο αγγείο, τοποθετημένο πάνω σε μια λίθινη πλάκα, εντός του κτιρίου που χρησίμευε ως οικία.

Στην οικοσκευή, δηλαδή τον κινητό εξοπλισμό που βρέθηκε στο αρχικό στρώμα εγκατάλειψης των δύο κτιρίων, περιλαμβάνονται 30 ακέραια ή σχεδόν ακέραια αγγεία και 100 ακόμη τμήματα, που ταυτίζονται με συγκεκριμένα αγγεία, 5.000 περίπου όστρακα (τμήματα αγγείων) και 30 μικρά ευρήματα.

Το εν λόγω οικιστικό σύνολο είναι μακράν το μεγαλύτερο σε έκταση μέσα στον προϊστορικό οικισμό που εντοπίστηκε στη θέση Τσιγγενίνα, απέκτησε σταδιακά πιο σύνθετη μορφή, αφού πραγματοποιήθηκε η συνένωση δύο αρχικά ανεξάρτητων κτιρίων για την κάλυψη των αναγκών ενός νοικοκυριού, ενώ ο μεγάλος αριθμός των αγγείων που βρέθηκαν στο εσωτερικό των δύο κτιρίων, αποκαλύπτουν πολύ σημαντικά στοιχεία για τη χρήση τους, χιλιάδες χρόνια πριν. Γλ. Υδραίου, Ταχυδρόμος Μαγνησίας –www.taxydromos.gr/

Αρχαιολογικός θησαυρός στην αφάνεια ,ένα πολύ σημαντικό μνημείο μυκηναϊκής εποχής

Το μυκηναϊκό κτιριακό συγκρότημα αποτελεί τμήμα του ακμαίου μυκηναϊκού διοικητικού κέντρου στην θέση «Κάστρο-Παλαιά», του μόνου μέχρι στιγμής στη Θεσσαλία και ενός από τα ελάχιστα στον ελλαδικό χώρο. Ο λόφος των Παλαιών είναι, σημειωτέον, η μόνη αρχαιολογική θέση στον κόλπο του Βόλου που ήταν αδιάλειπτα κατοικημένη από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ.

Αναξιοποίητο παραμένει ένα πολύ σημαντικό μνημείο μυκηναϊκής εποχής, το οποίο βρίσκεται κάτω από το Κάστρο των Παλαιών και θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες. Το συγκεκριμένο εύρημα, που χαρακτηρίζεται ως «ανάκτορο» από τον αείμνηστο Θεοχάρη. Παρουσιάστηκε στο διεθνές αρχαιολογικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Βόλο, με την επισήμανση ότι, δυστυχώς, παραμένει σε εκκρεμότητα η υλοποίηση της εγκεκριμένης, από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, μελέτης για την ανάδειξή του. Το σημαντικό αυτό εύρημα βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με το τείχος των Παλαιών και κατά συνέπεια είναι αναγκαία η ανάδειξή του, η οποία δεν υπερβαίνει, από άποψη κόστους, το ποσό των 200.000 ευρώ.
Ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το εντυπωσιακό διώροφο συγκρότημα κτιρίων Μυκηναϊκής εποχής που βρίσκεται ακριβώς
κάτω από το Βυζαντινό τείχος των Παλαιών, απέναντι από τον πολυχώρο Τσαλαπάτα και το γήπεδο του Μαγνησιακού και σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, παραπέμπει σε διοικητικό κέντρο, που εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε το 1.400 π.Χ.

Εντυπωσιακές λεπτομέρειες του κτιριακού συγκροτήματος

Το μυκηναϊκό κτιριακό συγκρότημα αποτελεί τμήμα του ακμαίου μυκηναϊκού διοικητικού κέντρου στην θέση «Κάστρο-Παλαιά», του μόνου μέχρι στιγμής στη Θεσσαλία και ενός από τα ελάχιστα στον ελλαδικό χώρο. Ο λόφος των Παλαιών είναι, σημειωτέον, η μόνη αρχαιολογική θέση στον κόλπο του Βόλου που ήταν αδιάλειπτα κατοικημένη από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ.

Το μνημείο αποτελείται τουλάχιστον από επτά δωμάτια, τα οποία σκιαγραφούν την επιβλητική φυσιογνωμία του συγκεκριμένου κτιρίου, που εκτείνεται σε αρκετά μεγάλη απόσταση και προς την κατεύθυνση του γηπέδου του Μαγνησιακού. Προς τη βόρεια πλευρά έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη τριών οικοδομικών φάσεων της Υστερης Εποχής του Χαλκού, ενώ τα δάπεδα των περισσοτέρων δωματίων αποτελούνται από πήλινο υπόστρωμα που περιέχει αναμεμειγμένα διάφορα αδρανή υλικά και ασβεστοκονίαμα, ενώ υπάρχουν και δάπεδα από πηλό, από βότσαλα και σχιστολιθικές πλάκες.

Σε ορισμένους χώρους του διώροφου κτιριακού συγκροτήματος σώζονται «ξυλόπηκτοι» τοίχοι, στοιχείο πολύ σημαντικό για την ανασύνθεση της τεχνογνωσίας των Μυκηναίων της Ιωλκίτιδος ακτής, σχετικά με τα δομικά υλικά κατασκευής και τις οικοδομικές τεχνικές και μεθόδους.

Τη σημασία των τοιχοδομιών αυτών, που έφεραν τοιχογραφίες με μπλε και κόκκινο χρώμα, είχε υπογραμμίσει ο αείμνηστος Δημήτρης Θεοχάρης και ήταν ένας από τους λόγους που χαρακτήρισε το σημαντικό αυτό διώροφο κτίριο ως «Ανάκτορον». Αξίζει να σημειωθεί ότι το διώροφο κτίριο είχε αντισεισμική θωράκιση, η οποία επέτρεπε ουσιαστικά την ανέγερση και δεύτερου ορόφου.

Παιδικές ταφές της πρώιμης εποχής σιδήρου κάτω από δάπεδο σπιτιού
 Παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο του Βόλου ~ Αναγκαία η ανάδειξη σημαντικού μυκηναϊκού κτιρίου που βρίσκεται κάτω από το Βυζαντινό τείχος των Παλαιών

Μελέτη ανάδειξης

Η αρχαιολογική μελέτη για την ανάδειξή του, η οποία εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, εκπονήθηκε από τους αρχαιολόγους Ε. Σκαφιδά, Α. Καρναβά, Δ. Αγνουσιώτη και Ι. Γεωργίου, η Μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης από τους συντηρητές της ΙΓ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων Βόλου Χ. Τόπα, Μ. Διονυσίου, Ε. Τζουμουσλή και Μ. Μαργαριτώφ και η Μελέτη ανάδειξης από την αρχιτέκτονα της ΙΓ’ Ε.Π.Κ.Α. Ρ. Γεωργίου και από τον Πολιτικό Μηχανικό Μ. Χατζηγιάννη, ειδικού σε στερεώσεις αρχαίων μνημείων.

Η μελέτη συντάχθηκε για να συμπληρώσει το έργο της ανάδειξης του Βυζαντινού τείχους, καθώς η οχύρωση που χρονολογείται από την παλαιοχριστιανική μέχρι και την μετά-βυζαντινή περίοδο βρίσκεται σε άμεση συνάφεια (υπέρκειται) του μυκηναϊκού κτιριακού συγκροτήματος, το οποίο ο ανασκαφέας είχε ερμηνεύσει ως «ανάκτορο». Η βυζαντινή οχύρωση και το μυκηναϊκό κτιριακό συγκρότημα αποτελούν πλέον ένα ενιαίο μνημείο και η ανάδειξη των δύο συνδέεται άρρηκτα.

Η σημασία του προτεινόμενου έργου είναι πολύ μεγάλη για την πόλη του Βόλου γιατί, αφενός θα συμπληρώσει την εικόνα της διαχρονικής κατοίκησης του λόφου και θα αναδείξει το ιστορικό βάθος της κατοίκησης στην περιοχή, αφετέρου θα αποτελέσει τον πρώτο και μοναδικό επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο εντός της πόλης του Βόλου.

Κάστρο Παλαιών. Δωμάτια από το μεγάλο κτιριακό συγκρότημα

Διεπιστημονική μελέτη

Ο οικισμός στα Παλαιά ταυτίζεται από τους περισσότερους μελετητές με την αρχαία Ιωλκό, σημαντικό κέντρο της εποχής του Χαλκού (από το 2.500 π.Χ.) και πόλη της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου στο μυχό του Παγασητικού. Στα νομίσματα που έκοψε η πόλις της Ιωλκού κατά τον 4ο αι. π.Χ εικονίζεται πλοίο, σημαντικό σύμβολο της χιλιετούς ναυτικής της δύναμης.

Στο διεθνές συνέδριο παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα της τελευταίας τριετίας (2012-2014) του προγράμματος της γεωλογικής έρευνας τόσο στο λόφο των Παλαιών, όσο και στο διώροφο κτιριακό συγκρότημα που ο ανασκαφέας είχε ερμηνεύσει ως μυκηναϊκό «ανάκτορον». Παράλληλα έγινε εκτενής αναφορά στα δύο θραύσματα πινακίδων Γραμμικής Β’ γραφής που εντοπίσθηκαν, των πρώτων σχετικών τεκμηρίων διοικητικών πρακτικών από περιοχή βόρεια του ανακτορικού κέντρου της Θήβας, το οποίο θεωρούνταν μέχρι τώρα το βορειότερο μυκηναϊκό διοικητικό κέντρο.

Οι πινακίδες αποτελούν ένα εξαιρετικά σημαντικό εύρημα, τόσο γιατί αλλάζει η θέση και ο ρόλος όλης της Θεσσαλίας, που δεν μπορεί να εντάσσεται πλέον στην «περιφέρεια» του μυκηναϊκού κόσμου, όσο και γιατί πιστοποιείται η ύπαρξη αρχείου ή αρχείων, καθώς και η ύπαρξη μίας ενεργής και εγγράμματης διοικητικής αρχής. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο οικισμός στη θέση «Κάστρο-Παλαιά» χαρακτηρίζεται ως μυκηναϊκό διοικητικό κέντρο, αν όχι ανακτορικό.

Με βάση τα παραπάνω κρίνεται αναγκαία η ανάδειξη του παραπάνω αρχαιολογικού ευρήματος, ενώ όπως επεσήμανε η Ευαγγελία Σκαφιδά, Επίτιμη Προϊσταμένη Αρχαιολογικών Χώρων και Αρχαιογνωστικής έρευνας στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας «η μελέτη έχει εγκριθεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο του Υπουργείου Πολιτισμού και μπορεί να ενταχθεί στα υπόλοιπα έργα ΕΣΠΑ, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση τόσο από την πολιτεία, όσο και από το Δήμο Βόλου, για να αναδειχθεί το μόνο Μνημείο μαζί με το Βυζαντινό τείχος, στην καρδιά της πόλης του Βόλου».

 ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ-www.taxydromos.gr

Νέα δεδομένα για το ανάκτορο της θρυλικής Ιωλκού στο Διμήνι

Κάτοψη των πολύ εντυπωσιακών μεγάρων στο μυκηναϊκό Διμήνι

Καινούργια δεδομένα που τεκμηριώνουν τη σημασία των μυκηναϊκών μεγάρων,  ηλικίας 3.500 χρόνων, που ανακαλύφθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο του Διμηνίου, όπου ανιχνεύεται η θρυλική Ιωλκός, ανακοινώθηκαν στη διάρκεια των χθεσινών εργασιών του διεθνούς συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στο Βόλο.

Οι εργασίες προστασίας και ανάδειξης του μυκηναϊκού οικισμού που πραγματοποιήθηκαν από τα τέλη του 2011 έως τα τέλη του 2013, έφεραν στο φως πολύ σημαντικά στοιχεία, τα οποία τεκμηριώνουν την άποψη, ή καλύτερα τη βεβαιότητα, ότι τα δύο εντυπωσιακά μέγαρα που έχουν βρεθεί, συνθέτουν ένα επιβλητικό διοικητικό κέντρο.

Η χρονολόγηση του ευρήματος τοποθετείται στον 14ο-13ο αιώνα πΧ, ενώ όπως αναφέρει
η Ελσα Νικολάου, αναπληρώτρια προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας: «ενισχύεται η άποψη ότι πρόκειται για μέγαρα, η οποία τεκμηριώνεται από την κατασκευή τους και τους χώρους που διαθέτουν. Οι πάρα πολλές αποθήκες που έχουν ανακαλυφθεί, μας δείχνουν ότι πραγματικά υπάρχει ένα κέντρο στο συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο».

Ο χανανίτικος αμφορέας που ήρθε στο φως, αποτελεί σημαντική αρχαιολογική μαρτυρία για τις ισχυρές εμπορικές σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί με την ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα αποκαλύφθηκαν όλοι οι αποθηκευτικοί χώροι, όπου βρέθηκαν μήτρες για την κατασκευή μεταλλικών αντικειμένων, μολύβδινα αγγεία, μεγάλα κύπελλα, αλλά και στοιχεία που τεκμηριώνουν την παρασκευή αρωματικών ελαίων, σε χώρους έξω από τις αποθήκες.

Επιπροσθέτως, διαπιστώθηκε ότι τρεις αποθηκευτικοί χώροι χρησιμοποιούνταν για την εναπόθεση σιτηρών, καρπών, μικρότερων αγγείων και αμφορέων, που ενδεχομένως περιείχαν λάδι ή κρασί.

«Γενικά, είδαμε ένα πολύ περιποιημένο κτίριο με πολύχρωμα κονιάματα στους τοίχους και λευκά ασβεστοκονιάματα στα δάπεδα, που συνθέτουν ένα εντυπωσιακό μέγαρο, δημόσιου χαρακτήρα», επισημαίνει η κ. Νικολάου.

Οι παραπάνω εργασίες κατέχουν εξέχουσα θέση στον απολογισμό δράσης του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών, το οποίο καταργήθηκε πρόσφατα, με την απαλοιφή του από το προεδρικό διάταγμα του 2014. Το ίδιο Ινστιτούτο υλοποίησε με αυτεπιστασία το υποέργο «Αρχαιολογικές εργασίες για την προστασία και ανάδειξη του μυκηναϊκού οικισμού Διμηνίου – Ιωλκός».

Το συγκεκριμένο υποέργο, εκτός από τις διερευνητικές τομές στα σημεία θεμελίωσης των νέων, μόνιμων στεγάστρων, περιελάμβανε μελέτη και τεκμηρίωση του αρχαιολογικού υλικού, δημιουργία έντυπου υλικού για τους επισκέπτες, καθώς επίσης τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της έρευνας του μυκηναϊκού οικισμού σε έναν τόμο με τίτλο: «Ευκτιμένη Ιωλκός»,( ευκτιμένη =γεροθεμελιωμένη, οχυρή) που οδεύει προς εκτύπωση.

Πολύ σημαντικό είναι, εξάλλου, το γεγονός ότι ο παραπάνω χώρος και τα δύο μέγαρα προσφέρονται για εκπαιδευτικές δραστηριότητες, προκειμένου οι μαθητές να βλέπουν τους χώρους του μεγάρου, τις αποθήκες, την κουζίνα, το ιερό και να εμπλουτίζουν με βιωματικό τρόπο τις γνώσεις τους.-http://www.taxydromos.gr/

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Η Ιωλκός αρχαιότατη πόλη της Θασσαλομαγνησίας, τοποθετείται από τους αρχαιολόγους στο λόφο των Αγίων Θεοδώρων Βόλου, στη συνοικία «Παλιά». Η μυθολογική παράδοση θέλει την Ιωλκό ίδρυμα του γιου του Αιόλου Κρηθέα. Απ’ την πανέμορφη Τυρώ, κόρη του Θεσσαλού βασιλιά Σαλμωνέα, που πήρε γυναίκα του, απόχτησε ο Κρηθέας δύο παιδιά : τον Πελία και τον Αίσονα. Στο θρόνο της Ιωλκού τον διαδέχτηκε ο Πελίας. Ο γιος του Αίσονα, Ιάσονας ,αργότερα για να πάρει το θρόνο αναγκάστηκε να επιχειρήσει την υπερπόντια αργοναυτική εκστρατεία.

Πέρα ωστόσο από τις μυθικές αυτές παραδόσεις που έδωσαν τόσα θέματα στην αρχαία λογοτεχνία και καλλιτεχνία, το ιστορικά τεκμηριωμένο είναι ότι στην Ιωλκό κατοικούσαν οι Μινύες, που εκμεταλλεύτηκαν όσο μπορούσαν καλύτερα κι αποδοτικότερα τη γειτονιά τους με την προνομιούχα θάλασσα του Παγασητικού κι έγιναν πολύ γρήγορα εξαιρετικοί ναυτίλοι. Οι Μινύες εγκαταστάθηκαν στην Ιωλκό γύρω στα 1800 π.Χ. κι από τότε αρχίζει η πόλη αυτή να γίνεται η πιο ενδιαφέρουσα της περιφέρειας μια και ο μεσόγειος συνοικισμός του Διμηνίου άρχισε να φθίνει και να ερημώνεται.Στα 1300-1150 η Ιωλκός βρίσκεται στο κορύφωμα της ακμής της, κι αυτή την εποχή πρέπει ν’ απηχεί ο χαρακτηρισμός που της δίνει ο Όμηρος :» ευκτιμένη (=γεροθεμελιωμένη, οχυρή) Ιωλκός». Η ακμή της αυτή , με αργή μα σίγουρη κάμψη, κρατάει μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ., ώσπου στο τέλος του 6ου αιώνα υποτάσσεται στους Θεσσαλούς. Τον 5ο αιώνα αναπτύχθηκαν οι Παγασές και η Δημητριάδα. Μετά την μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) όταν η Δημητριάδα έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων, ιδρύθηκε το Κοινό των Μαγνήτων και η Ιωλκός έμεινε ένα απλό προάστειό της. Τέτοιο έμεινε και σ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο, με τη διαφορά πως την εποχή αυτή απόχτησε αξία το στρατιωτικό οχυρό και με το όνομα πια Γόλος την βρίσκουμε τον 14 αιώνα στον Κατακουζηνό. Οι ανασκαφικές έρευνες που έγιναν στο λόφο της Ιωλκού έφεραν στο φως πλήθος ορθογώνιων και θολωτών τάφων.

http://prezi.com/embed/jyjz8ypbvluu/?bgcolor=ffffff&lock_to_path=0&autoplay=0&autohide_ctrls=0#

Αρχαία οικία με 26 δωμάτια ανακαλύφθηκε στην Κάρλα

Η Κάρλα έστειλε καράβια στην Τροία
Τέσσερις αρχαιολογικές θέσεις διαφόρων χρονικών περιόδων, που ήρθαν πρόσφατα στο φως, αποκαλύπτοντας εντυπωσιακά κτίρια της προϊστορικής και ελληνιστικής περιόδου, μεταξύ αυτών οικία με 26 δωμάτια στην περιοχή της Κάρλας, συγκαταλέγονται μεταξύ των πολύ σημαντικών θεμάτων του διεθνούς συνεδρίου που πραγματοποιείται στο Βόλο.

Το 5ο Αρχαιολογικό έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας 2012-2014, αποκαλύπτει πολύ σημαντικά ευρήματα, τα οποία διευρύνουν αλλά και εμπλουτίζουν την αρχαιολογική γνώση, με νέες, σημαντικές πληροφορίες.

Τα παραπάνω αρχαιολογικά ευρήματα, αποκαλύφθηκαν στη διάρκεια
των ανασκαφών που διενήργησε τα προηγούμενα χρόνια η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λάρισας, πρώην ΙΕ’ ΕΠΚΑ, στο πλαίσιο του υποέργου κατασκευής των υπολειπόμενων εργασιών έργου επαναδημιουργίας της λίμνης Κάρλας, σε τέσσερις αρχαιολογικές θέσεις, στην περιοχή εντός του Συλλεκτήρα Σ3.

«Η ανάδειξη ενός προϊστορικού οικισμού στη θέση Παλιόσκαλα», που παρουσιάστηκε από τους αρχαιολόγους Γιώργο Τουφεξή και Μαρία Δαφούλα και «τα πρώτα αποτελέσματα από τις πρόσφατες ανασκαφές στις όχθες της αποξηρανθείσης λίμνης Κάρλας, στην ανατολική Θεσσαλία» που ανέπτυξε η Σοφία Καραπάνου, συνθέτουν τις δύο διαφορετικές πτυχές του θέματος.

Τα πολύ σημαντικά ευρήματα που ήρθαν στο φως, περιλαμβάνουν μια μεγάλη αγροικία των ελληνιστικών χρόνων (2ο αι. π. Χ.) με 26 δωμάτια και πολλά κινητά ευρήματα, στη θέση Τσέρλη. Τα πλούσια κινητά ευρήματα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων 500 περίπου αγγεία, δύο λίθινα πιεστήρια και χάλκινα νομίσματα. Στη θέση Αμυγδαλή 1 αποκαλύφθηκε νεολιθικός οικισμός και στα ευρήματα της ανασκαφής περιλαμβάνονται κεραμική και τμήματα ειδωλίων της νεώτερης νεολιθικής περιόδου.

Στη θέση Αμυγδαλή 2 αποκαλύφθηκε τμήμα οικοδομήματος των ελληνιστικών χρόνων, που πιθανότατα ήταν αγροικία ή πανδοχείο, και στη θέση Αμυγδαλή 3 ήρθε στο φως θέση της Μέσης Εποχής Χαλκού. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκε το ΝΑ τμήμα ενός ορθογώνιου λιθόκτιστου περιβόλου και κατά μήκος του ανατολικού χώρου του περιβόλου βρέθηκαν επίσης ακτέριστοι κιβωτιόσχημοι παιδικοί τάφοι με τοιχώματα και κάλυψη από λίθινες πλάκες. Ενας ακόμη, ανάλογης κατασκευής, ακτέριστος κιβωτιόσχημος τάφος, ανασκάφηκε στα ανατολικά του ανατολικού τοίχου του περιβόλου. Στα ΝΔ του περιβόλου εντοπίστηκε επίσης η ισχυρή λιθόκτιστη θεμελίωση μιας ορθογώνιας κατασκευής, οι τοίχοι της οποίας σώζονται σε μέγιστο ύψος 0,84 μέτρα.

Η αγροικία, ειδικότερα, αποτελεί πολύ ωραίο και ολοκληρωμένο σύνολο και βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στο νεολιθικό οικισμό της Παλιόσκαλας, που ήδη έχει αναδειχθεί ως έργο του ΕΣΠΑ, ενώ συνεχίζονται παράλληλα οι εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου στη θέση Τσέρλη. Τα παραπάνω ευρήματα, μπορούν να αποτελέσουν ένα πολύ ωραίο σύνολο, το οποίο θα προσελκύει το ενδιαφέρον των επισκεπτών του παραπάνω αρχαιολογικού χώρου. Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία μιας φυσιολατρικής διαδρομής γύρω από τη λίμνη Κάρλα, με τη συνδρομή όλων Εφορειών Αρχαιοτήτων, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας ευρύτερος αρχαιολογικός – πολιτιστικός πυρήνας.

Η Κάρλα έστειλε καράβια στην Τροία
Δεκατρία χρόνια έσκαβαν οι αρχαιολόγοι τριών Εφορειών Αρχαιοτήτων στην αποξηραμένη λίμνη Κάρλα, στη Θεσσαλία, πριν αρχίσει να κατακλύζεται πάλι (το 2009) από νερό, αποκαλύπτοντας μια σειρά από παραλίμνιους οικισμούς από την 7η χιλιετία π.Χ. μέχρι τα ελληνιστικά και βυζαντινά χρόνια.
Οι ανασκαφές, που άρχισαν το 2000, ολοκληρώθηκαν προ ημερών. Για την τύχη των ευρημάτων (πέραν των ήδη διατηρημένων και αναδεδειγμένων κάτω από κάποια στέγαστρα) θα αποφασίσει το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Μέχρι τότε -και καθώς δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη έκθεση όλων των ανασκαφών- ρωτήσαμε την επίτιμη έφορο Αρχαιοτήτων Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη, που ως προϊσταμένη της ΙΓ’ ΕΠΚΑ έχει ασχοληθεί χρόνια με την ανασκαφή των παραλίμνιων νεολιθικών οικισμών, να μας δώσει την εικόνα που είχε η λίμνη στην αρχαιότητα.
Κατ’ αρχάς η λίμνη Κάρλα στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Βοιβηίς και εκτεινόταν στην ευρύτερη πεδιάδα της ανατολικής Θεσσαλίας, μεταξύ Μαγνησίας και Λάρισας. Ηταν πολύ πλούσια και γύρω της ζούσαν αγρότες και ψαράδες, σύμφωνα με την κ. Αδρύμη. Δημιουργήθηκε πριν από 500.000 χρόνια μετά την αποστράγγιση του θεσσαλικού χώρου που ήταν ολόκληρος μια λίμνη. Η ακτογραμμή της δεν ήταν σταθερή. Άλλαζε το περίγραμμά της ανάλογα με τον όγκο των βροχοπτώσεων.
Οι περισσότεροι οικισμοί βρέθηκαν κατά μήκος των αρχαίων συλλεκτήρων (δηλαδή των αγωγών μήκους 2-5 χλμ.) που μάζευαν τα νερά από τους λόφους και τα διοχέτευαν στη λίμνη. Οι νέοι συλλεκτήρες «κόβουν» παρακάρλιους αρχαίους οικισμούς. «Κάποιους από αυτούς αποφασίσαμε να τους διατηρήσουμε, με σκοπό να διαμορφώσουμε έναν αρχαιολογικό χώρο και ένα μουσειακό χώρο  για την ιστορία αυτής της λίμνης που είναι μεγάλη, γιατί η αρχαία Βοιβηίς υμνήθηκε διαχρονικά από αρχαίους συγγραφείς, τον Ομηρο, τον Ησίοδο, τον Πίνδαρο, τον Ηρόδοτο, ενώ αναφέρεται ότι έστειλε καράβια στην Τροία» λέει η έμπειρη αρχαιολόγος. Τώρα πώς μια λίμνη διέθετε στόλο, τον οποίο έστειλε στη μακρινή Τροία, μένει να ερευνηθεί.
Το σίγουρο είναι ότι υπήρχε ζωή πέριξ της λίμνης τουλάχιστον από την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική, όπως δείχνει ένας οικισμός που βρέθηκε στη θέση «Θερμοκήπια» πολύ καλά διατηρημένος, σύγχρονος του Σέσκλου. Ο οικισμός αυτός (7ης και 6ης χιλιετίας π.Χ.) καταλαμβάνει μια μεγάλη έκταση στα βορειοανατολικά της λίμνης.
Η Κάρλα υπήρξε ένας υπέροχος υδροβιότοπος, όπως τείνει τώρα να ξαναγίνει, με εξαίρεση τη φετινή χρονιά που λόγω ανομβρίας και τεχνικών προβλημάτων έχει λίγο νερό στον ταμιευτήρα της. Αποξηράνθηκε το 1962 με σκοπό την αύξηση της καλλιεργήσιμης γης, αλλά αυτή η παρέμβαση στη φύση προκάλεσε μεγάλη αλλοίωση στο περιβάλλον και ανέτρεψε την υδρολογική ισορροπία όλου του Θεσσαλικού κάμπου. Ετσι, για την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος αποφασίστηκε η δημιουργία ενός νέου ταμιευτήρα που θα αποτελεί το 1/3 της έκτασης της λίμνης στο ΝΑ τμήμα της πεδιάδας.
Πώς να ήταν άραγε η λίμνη στην αρχαιότητα;
Μια εικόνα της μας δίνει ο Ευριπίδης στην «Αλκηστη». Αναφέρεται στον Αδμητο που κατοικούσε με τα πολυάριθμα κοπάδια του κοντά στη λίμνη, την «καλλίναον», λέει η κ. Αδρύμη. «Και όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, αποτελούσε διαχρονικά έναν τόπο μοναδικό, ιδιαίτερα φιλικό προς τον άνθρωπο, εξηγώντας έτσι, ήδη από το τέλος της Παλαιολιθικής Εποχής, την ανθρώπινη παρουσία αρχικά στα σπήλαια και αργότερα με την ίδρυση πολλών και σημαντικών οικισμών, αφού οι κάτοικοι εύκολα μπορούσαν να επιβιώσουν ασχολούμενοι με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία».
Το έργο αναδιαμόρφωσης της ίδιας της λίμνης δεν έθιξε αρχαιολογικούς χώρους, γιατί ο ταμιευτήρας της έγινε σε χώρο όπου ήταν και παλαιότερα λίμνη. Ανασκαφές χρειάστηκαν να γίνουν στα σημεία κατασκευής επτά συλλεκτήρων-τάφρων, μήκους 7-10 χλμ., για την τροφοδότηση της λίμνης με νερό.
«Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της κατασκευής αυτών των Συλλεκτήρων και κυρίως των Συλλεκτήρων 4 και 6, ήρθαν στο φως αρχαίοι οικισμοί που επιβεβαίωσαν τη διαχρονική κατοίκηση από τη Νεολιθική μέχρι την Υστερη Ελληνιστική Περίοδο και αργότερα τη Βυζαντινή και τη Νεότερη, πιστοποιώντας έτσι και τη μορφή της ακτογραμμής της λίμνης. Η λίμνη κατά τη Νεολιθική Εποχή καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση, σε σχέση με αυτή που ήταν γνωστή μέχρι το 19ο αι.».
Η στάθμη της λίμνης ήταν έως 20 μέτρα ψηλότερα, έδειξαν γεωλογικές έρευνες (Vl. Miloj και Α. Demitrac) και ως εκ τούτου ήταν πιο εκτεταμένη βόρεια και δυτικά και έφθανε ανατολικά στους πρόποδες του Μαυροβουνίου. Σε εκείνο το σημείο βρέθηκαν άγνωστοι προϊστορικοί οικισμοί.
Μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές θέσεις είναι ένας παραλίμνιος οικισμός (στην ανατολική όχθη της Βοιβηίδος) που αποκαλύφθηκε σε έκταση 3,5 στρεμμάτων από τη ΙΕ’ ΕΠΚΑ κατά τη διαμόρφωση του Συλλεκτήρα Σ3, στη θέση «Παλαιόσκαλα». Πρόκειται για έναν προϊστορικό οικισμό 5ης και 4ης χιλιετίας π.Χ. της Τελικής Νεολιθικής περιόδου στους πρόποδες του Μαυροβουνίου (4,5 χλμ. από το χωριό Καλαμάκι, Δήμος Κιλελέρ). Ο οικισμός είναι κυκλικός, περιβάλλεται από λιθόκτιστους περιβόλους για την προστασία του και έχει εσωστρεφή, ενδοκοινοτική οργάνωση.
Η έρευνα εντός κάποιων κτηρίων έφερε στο φως αποθηκευτικούς χώρους, εστίες για μαγείρεμα, κεραμικά σκεύη, πήλινους πελέκεις και έναν χάλκινο, μυλόπετρες, σφοντύλια, εργαλεία κ.ά. Βρέθηκαν ειδώλια, κάποια με πήλινο σώμα και μαρμάρινο κεφάλι («ακρόλιθα»). Το υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε τη διατήρησή του και τη μετατόπιση του Συλλεκτήρα. Επίσης ενέταξε την ανάδειξή του στα χρηματοδοτούμενα προγράμματα από το ΕΣΠΑ.
Σκάβοντας για το Συλλεκτήρα Σ6 βρέθηκαν στη θέση «Αεράνη» δύο κυκλικοί κεραμικοί κλίβανοι για ψήσιμο αγγείων και παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους, λακκοειδείς και κεραμοσκεπείς τάφους και στη θέση «Κακόρεμα», κοντά στο βυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου στα Κανάλια, βυζαντινό νεκροταφείο του 11ου αιώνα με 67 ακέραιους κιβωτιόσχημους τάφους.
Οι περισσότεροι τάφοι ήταν γυναικείοι (λιγότεροι παιδικοί και ανδρικοί) κτερισμένοι με πλήθος δακτυλιδιών. Εξάλλου, στο Καλαμάκι, θέση «Γκούβα», ανασκάφηκαν από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κτηριακά λείψανα μεσοβυζαντινής περιόδου με εργαστήρια επεξεργασίας σιδήρου, καθώς και νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους τάφους, της ίδιας εποχής. Ηταν τμήμα παραλίμνιου οικισμού του 11ου-12ου αιώνα, που απλώνεται στην πλαγιά του Μαυροβουνίου. Τέλος, στην περιοχή Αμυγδαλής ερευνήθηκε τμήμα ρωμαϊκής εγκατάστασης, μεγάλη αγροικία ελληνιστικών χρόνων, καθώς και τμήμα κτηρίου της εποχής του Χαλκού.
Η μέριμνα τώρα των αρχαιολόγων είναι να δημιουργηθεί μια ενιαία παραλίμνια όδευση (περίπατος) σε όλους τους σωζόμενους αρχαιολογικούς χώρους, έτσι ώστε να προβάλλεται η ιστορία της λίμνης από την 7η χιλιετία μέχρι σήμερα.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑